- πρόμετρος
- -η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πρόμετροτο ακραίο τμήμα τού σχοινιδίου τού δρομομέτρου τών πλοίωναρχ.1. μακρός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρονη προηγούμενη μονάδα μέτρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επί-μετρος].
Dictionary of Greek. 2013.